εχθροπραξία
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | εχθροπραξία | οι | εχθροπραξίες |
γενική | της | εχθροπραξίας | των | εχθροπραξιών |
αιτιατική | την | εχθροπραξία | τις | εχθροπραξίες |
κλητική | εχθροπραξία | εχθροπραξίες | ||
Συνήθως στον πληθυντικό. | ||||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
εχθροπραξία θηλυκό
- η εχθρική ενέργεια και πολεμική σύγκρουση μεταξύ στρατιωτικών αντιπάλων
- (μεταφορικά) η αντιπαράθεση και σύγκρουση μεταξύ ατόμων ή ομάδων