statement
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈsteɪtmənt/
- ⓘ (ΗΠΑ)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαstatement (en)
- η δήλωση
- η κατάθεση
- ⮡ I gave my statement to the police.
- Έδωσα την κατάθεσή μου στην αστυνομία.
- ⮡ I gave my statement to the police.
- η κατάσταση (πίνακας, λίστα, κατάλογος)
- ⮡ account statement - κατάσταση λογαριασμού
- (προγραμματισμός) εντολή στον κώδικα μιας γλώσσας προγραμματισμού
- → δείτε και τις λέξεις command και instruction
- δείτε επίσης: Statement (computer science) στην αγγλική Βικιπαίδεια
Πολυλεκτικοί όροι
επεξεργασία(λογιστική)
(προγραμματισμός)
Δείτε επίσης
επεξεργασία- statement στην αγγλική Βικιπαίδεια