Δείτε επίσης: Situation
      ενικός         πληθυντικός  
situation situations

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

situation (en)

  1. θέση, τοποθεσία
  2. η κατάσταση, το σύνολο των συνθηκών, κάτω από τις οποίες ζει κάποιος ή βρίσκεται κάποιος ή κάτι
    the political/economic/international situation - η πολιτική/οικονομική/διεθνής κατάσταση
    What's the situation of the company?
    Ποια είναι η κατάσταση της εταιρείας;
     συνώνυμα: position, circumstance



      ενικός         πληθυντικός  
situation situations

  Προφορά

επεξεργασία
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

situation (fr) θηλυκό

  1. η κατάσταση
  2. η τοποθεσία

Συγγενικά

επεξεργασία