εξέλεγξη
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | εξέλεγξη | οι | εξελέγξεις |
γενική | της | εξέλεγξης* | των | εξελέγξεων |
αιτιατική | την | εξέλεγξη | τις | εξελέγξεις |
κλητική | εξέλεγξη | εξελέγξεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, εξελέγξεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
εξέλεγξη θηλυκό
- (λόγιο) η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του εξελέγχω
Σύνθετα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
εξέλεγξη
|
Πηγές επεξεργασία
- λήγουν σε -εξέλεγξη - Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες)