Δείτε επίσης: εξέλιξη

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η εξέλεγξη οι εξελέγξεις
      γενική της εξέλεγξης* των εξελέγξεων
    αιτιατική την εξέλεγξη τις εξελέγξεις
     κλητική εξέλεγξη εξελέγξεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, εξελέγξεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

εξέλεγξη < εξελέγχω < εξ-ελεγχ- + -σις > -ξις > -ξη < αρχαία ελληνική ἐξελέγχω

  Ουσιαστικό επεξεργασία

εξέλεγξη θηλυκό

Σύνθετα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία