προεξέλεγξη
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | προεξέλεγξη | οι | προεξελέγξεις |
γενική | της | προεξέλεγξης* | των | προεξελέγξεων |
αιτιατική | την | προεξέλεγξη | τις | προεξελέγξεις |
κλητική | προεξέλεγξη | προεξελέγξεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, προεξελέγξεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- προεξέλεγξη < προ-εξ-ελεγχ- (ελέγχω) + -σις > -ξις > -ξη • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό επεξεργασία
προεξέλεγξη θηλυκό
Μεταφράσεις επεξεργασία
προεξέλεγξη
|
Πηγές επεξεργασία
- προεξέλεγξη - Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες)