↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η προεξέλεγξη οι προεξελέγξεις
      γενική της προεξέλεγξης* των προεξελέγξεων
    αιτιατική την προεξέλεγξη τις προεξελέγξεις
     κλητική προεξέλεγξη προεξελέγξεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, προεξελέγξεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
προεξέλεγξη < μεσαιωνική ελληνική προεξελέγχω[1] + -ση < αρχαία ελληνική πρό + ἐξελέγχω < ἐξ + ἐλέγχω

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

προεξέλεγξη θηλυκό

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. προεξελέγχω - LBG - Trapp, Erich, et al. (1994–2007) Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9.-12. Jahrhunderts (Λεξικό της Βυζαντινής Ελληνικής, ιδίως για τον 9ο-12ο αιώνα), Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften (Έκδοση της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών)