Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η προεξέλεγξη οι προεξελέγξεις
      γενική της προεξέλεγξης* των προεξελέγξεων
    αιτιατική την προεξέλεγξη τις προεξελέγξεις
     κλητική προεξέλεγξη προεξελέγξεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, προεξελέγξεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

προεξέλεγξη < προ-εξ-ελεγχ- (ελέγχω) + -σις > -ξις > -ξη • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Ουσιαστικό επεξεργασία

προεξέλεγξη θηλυκό

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία