προεξέλεγξη
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | προεξέλεγξη | οι | προεξελέγξεις |
γενική | της | προεξέλεγξης* | των | προεξελέγξεων |
αιτιατική | την | προεξέλεγξη | τις | προεξελέγξεις |
κλητική | προεξέλεγξη | προεξελέγξεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, προεξελέγξεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- προεξέλεγξη < μεσαιωνική ελληνική προεξελέγχω[1] + -ση < αρχαία ελληνική πρό + ἐξελέγχω < ἐξ + ἐλέγχω
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπροεξέλεγξη θηλυκό
Μεταφράσεις
επεξεργασία προεξέλεγξη
|
Πηγές
επεξεργασία- προεξέλεγξη — Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη ISBN:960-231-097-9 & online @greek-language.gr (συντομογραφίες, αστερίσκος για λέξεις στη λογοτεχνία)
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ προεξελέγχω - LBG - Trapp, Erich, et al. (1994–2007) Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9.-12. Jahrhunderts (Λεξικό της Βυζαντινής Ελληνικής, ιδίως για τον 9ο-12ο αιώνα), Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften (Έκδοση της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών)