Ετυμολογία

επεξεργασία
νι εφελκυστικό < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή νῦ ἐφελκυστικόν → δείτε τις λέξεις νι και εφελκυστικός

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈni efelcistiˈko/

  Πολυλεκτικός όρος

επεξεργασία

νι εφελκυστικό ουδέτερο

  • (γραμματική) ευφωνικό νι που βρίσκεται στο τέλος λέξεων της αρχαίας ελληνικής για αποφυγή της χασμωδίας
    Η λέξη για «είναι» στην αρχαία ελληνική είναι «ἐστί» χωρίς εφελκυστικό νι ή «ἐστίν» με εφελκυστικό νι.

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία