↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο εφελκυστικός η εφελκυστική το εφελκυστικό
      γενική του εφελκυστικού της εφελκυστικής του εφελκυστικού
    αιτιατική τον εφελκυστικό την εφελκυστική το εφελκυστικό
     κλητική εφελκυστικέ εφελκυστική εφελκυστικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι εφελκυστικοί οι εφελκυστικές τα εφελκυστικά
      γενική των εφελκυστικών των εφελκυστικών των εφελκυστικών
    αιτιατική τους εφελκυστικούς τις εφελκυστικές τα εφελκυστικά
     κλητική εφελκυστικοί εφελκυστικές εφελκυστικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
εφελκυστικός < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἐφελκυστικός[1]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /e.fel.ci.stiˈkos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ε‐φελ‐κυ‐στι‐κός

  Επίθετο

επεξεργασία

εφελκυστικός, -ή, -ό

  • (μηχανική) που προκαλεί ή σχετίζεται με τον εφελκυσμό
    εφελκυστική αντοχή του σκυροδέρματος

Πολυλεκτικοί όροι

επεξεργασία

Παράγωγα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  • εφελκυστικόςΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)