εφελκυστικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- εφελκυστικός < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἐφελκυστικός[1]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /e.fel.ci.stiˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ε‐φελ‐κυ‐στι‐κός
Επίθετο
επεξεργασίαεφελκυστικός, -ή, -ό
Πολυλεκτικοί όροι
επεξεργασίαΠαράγωγα
επεξεργασία- εφελκυστικά (επίρρημα)
- εφελκυστικώς (λόγιο επίρρημα)
- εφελκυστικότητα
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ εφελκυστικός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Πηγές
επεξεργασία- εφελκυστικός - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)