νι εφελκυστικό

(Ανακατεύθυνση από εφελκυστικό νι)

Ετυμολογία

επεξεργασία
νι εφελκυστικό < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή νῦ ἐφελκυστικόν  δείτε τις λέξεις νι και εφελκυστικός

Πολυλεκτικός όρος

επεξεργασία

νι εφελκυστικό ουδέτερο

  • (γραμματική) ευφωνικό νι που βρίσκεται στο τέλος λέξεων της αρχαίας ελληνικής για αποφυγή της χασμωδίας
    παράδειγμα  Η λέξη για «είναι» στην αρχαία ελληνική είναι «ἐστί» χωρίς εφελκυστικό νι ή «ἐστίν» με εφελκυστικό νι.

Δείτε επίσης

επεξεργασία
  • movable nu στην αγγλική Βικιπαίδεια Λήμμα στην αγγλική Βικιπαίδεια

Μεταφράσεις

επεξεργασία