νι εφελκυστικό
(Ανακατεύθυνση από εφελκυστικό νι)
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- νι εφελκυστικό < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή νῦ ἐφελκυστικόν → δείτε τις λέξεις νι και εφελκυστικός
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈni efelcistiˈko/
Πολυλεκτικός όρος
επεξεργασία
νι εφελκυστικό ουδέτερο
- (γραμματική) ευφωνικό νι που βρίσκεται στο τέλος λέξεων της αρχαίας ελληνικής για αποφυγή της χασμωδίας
Δείτε επίσης
επεξεργασία-
movable nu στην αγγλική Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
επεξεργασία
νι εφελκυστικό
Πηγές
επεξεργασία
- εφελκυστικός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας