Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο σιναϊτικός η σιναϊτική το σιναϊτικό
      γενική του σιναϊτικού της σιναϊτικής του σιναϊτικού
    αιτιατική τον σιναϊτικό τη σιναϊτική το σιναϊτικό
     κλητική σιναϊτικέ σιναϊτική σιναϊτικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι σιναϊτικοί οι σιναϊτικές τα σιναϊτικά
      γενική των σιναϊτικών των σιναϊτικών των σιναϊτικών
    αιτιατική τους σιναϊτικούς τις σιναϊτικές τα σιναϊτικά
     κλητική σιναϊτικοί σιναϊτικές σιναϊτικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

σιναϊτικός < λείπει η ετυμολογία

  Επίθετο επεξεργασία

σιναϊτικός, -ή, -ό

  • που προέρχεται από το Σινά
σιναϊτικός κώδικας

  Μεταφράσεις επεξεργασία