alfa
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- alfa < alpha
Ουσιαστικό επεξεργασία
alfa (en) (πληθυντικός alfas)
- το γράμμα A στο φωνητικό αλφάβητο του NATO
Πολωνικά (pl) επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
alfa (pl) θηλυκό
- το γράμμα του ελληνικού αλφάβητου: άλφα