Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ἀστοχία < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ἀστοχία θηλυκό

  1. μη επίτευξη του στόχου, αποτυχία του σκοπού, αστοχία
    ἀστοχίαι τῶν ἔργων