άστοχος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | άστοχος | η | άστοχη | το | άστοχο |
γενική | του | άστοχου | της | άστοχης | του | άστοχου |
αιτιατική | τον | άστοχο | την | άστοχη | το | άστοχο |
κλητική | άστοχε | άστοχη | άστοχο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | άστοχοι | οι | άστοχες | τα | άστοχα |
γενική | των | άστοχων | των | άστοχων | των | άστοχων |
αιτιατική | τους | άστοχους | τις | άστοχες | τα | άστοχα |
κλητική | άστοχοι | άστοχες | άστοχα | |||
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία επεξεργασία
- άστοχος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἄστοχος < ἀ- + στόχος < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *steygʰ- (περπατώ, πηγαίνω, σκαρφαλώνω)
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈa.sto.xos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ά‐στο‐χος
Επίθετο επεξεργασία
άστοχος, -η, -ο
- (κυριολεκτικά) που δεν βρίσκει τον στόχο του
- (μεταφορικά) απερίσκεπτος και λανθασμένος, ακατάλληλος ή ανακριβής
Αντώνυμα επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
→ και δείτε τη λέξη στόχος