αστοχεύω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίααστοχεύω
- (παρωχημένο) (λαϊκότροπο) άλλη μορφή του αστοχώ
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | αστοχεύω | αστόχευα | θα αστοχεύω | να αστοχεύω | αστοχεύοντας | |
β' ενικ. | αστοχεύεις | αστόχευες | θα αστοχεύεις | να αστοχεύεις | αστόχευε | |
γ' ενικ. | αστοχεύει | αστόχευε | θα αστοχεύει | να αστοχεύει | ||
α' πληθ. | αστοχεύουμε | αστοχεύαμε | θα αστοχεύουμε | να αστοχεύουμε | ||
β' πληθ. | αστοχεύετε | αστοχεύατε | θα αστοχεύετε | να αστοχεύετε | αστοχεύετε | |
γ' πληθ. | αστοχεύουν(ε) | αστόχευαν αστοχεύαν(ε) |
θα αστοχεύουν(ε) | να αστοχεύουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | αστόχεψα | θα αστοχέψω | να αστοχέψω | αστοχέψει | ||
β' ενικ. | αστόχεψες | θα αστοχέψεις | να αστοχέψεις | αστόχεψε | ||
γ' ενικ. | αστόχεψε | θα αστοχέψει | να αστοχέψει | |||
α' πληθ. | αστοχέψαμε | θα αστοχέψουμε | να αστοχέψουμε | |||
β' πληθ. | αστοχέψατε | θα αστοχέψετε | να αστοχέψετε | αστοχέψτε | ||
γ' πληθ. | αστόχεψαν αστοχέψαν(ε) |
θα αστοχέψουν(ε) | να αστοχέψουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω αστοχέψει | είχα αστοχέψει | θα έχω αστοχέψει | να έχω αστοχέψει | ||
β' ενικ. | έχεις αστοχέψει | είχες αστοχέψει | θα έχεις αστοχέψει | να έχεις αστοχέψει | ||
γ' ενικ. | έχει αστοχέψει | είχε αστοχέψει | θα έχει αστοχέψει | να έχει αστοχέψει | ||
α' πληθ. | έχουμε αστοχέψει | είχαμε αστοχέψει | θα έχουμε αστοχέψει | να έχουμε αστοχέψει | ||
β' πληθ. | έχετε αστοχέψει | είχατε αστοχέψει | θα έχετε αστοχέψει | να έχετε αστοχέψει | ||
γ' πληθ. | έχουν αστοχέψει | είχαν αστοχέψει | θα έχουν αστοχέψει | να έχουν αστοχέψει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία αστοχεύω
|