Ετυμολογία

επεξεργασία
ξαστοχώ < ξε- + αστοχώ

ξαστοχώ, πρτ.: ξαστοχούσα, στ.μέλλ.: θα ξαστοχήσω, αόρ.: ξαστόχησα

  1. ξεχνώ
  2. χάνω τον στόχο μου, κάνω λάθος, αποτυγχάνω σε μια ενέργεια
    ήμουν κι εγώ στον πόλεμο τοξότης // το ριζικό μου ενός ανθρώπου που ξαστόχησε (Γ. Σεφέρης, «Ελένη»)

  Μεταφράσεις

επεξεργασία