• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Κοντινά
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
  • Δωρεές
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

άστοχο

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος επιθέτουΕπεξεργασία

άστοχο

  1. αιτιατική ενικού, αρσενικού γένους του άστοχος
  2. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του άστοχος
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=άστοχο&oldid=5267797"
Τελευταία επεξεργασία στις 24 Σεπτεμβρίου 2021, στις 08:09
Βικιλεξικό
  • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 24 Σεπτεμβρίου 2021, στις 08:09.
  • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 3.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
  • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
  • Όροι χρήσης
  • Επιφάνεια εργασίας
  • Προγραμματιστές
  • Στατιστικά
  • Δήλωση cookie