ενικός         πληθυντικός  
failure failures

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

failure (en)

  1. (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) η αποτυχία, έλλειψη επιτυχίας
    He attributed his failure to the examiner’s prejudice.
    Καταλόγισε την αποτυχία του στην προκατάληψη του εξεταστή.
  2. (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) η βλάβη, η κατάσταση του κάτι που δεν λειτουργεί σωστά ή όπως αναμενόταν· μια περίσταση που συμβαίνει αυτό
    Due to a (mechanical) failure, we took off after a short delay.
    Λόγω βλάβης απογειωθήκαμε με μικρή καθυστέρηση.
     συνώνυμα: breakdown
  3. (τεχνολογία) αστοχία (υλικού)
    hard drive failure - αστοχία (βλάβη) σκληρού δίσκου

Πολυλεκτικοί όροι

επεξεργασία
  • (τεχνολογία) mean time between failures (MTBF)