failure
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
failure | failures |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαfailure (en)
- (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) η αποτυχία, έλλειψη επιτυχίας
- ↪ He attributed his failure to the examiner’s prejudice.
- Καταλόγισε την αποτυχία του στην προκατάληψη του εξεταστή.
- ↪ He attributed his failure to the examiner’s prejudice.
- (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) η βλάβη, η κατάσταση του κάτι που δεν λειτουργεί σωστά ή όπως αναμενόταν· μια περίσταση που συμβαίνει αυτό
- (τεχνολογία) αστοχία (υλικού)
- ↪ hard drive failure - αστοχία (βλάβη) σκληρού δίσκου
Πολυλεκτικοί όροι
επεξεργασία- (τεχνολογία) mean time between failures (MTBF)