ενικός         πληθυντικός  
breakdown breakdowns

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

breakdown (en)

  1. η βλάβη, περίπτωση που ένα όχημα ή μηχανή σταματά να λειτουργεί
    ⮡  Due to a breakdown, we took off after a short delay.
    Λόγω βλάβης απογειωθήκαμε με μικρή καθυστέρηση.
     συνώνυμα: failure
  2. (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) ο κλονισμός, αποτυχία μιας σχέσης, μιας συζήτησης ή ενός συστήματος
    ⮡  The breakdown of a marriage is a cause of divorce.
    Ο κλονισμός του γάμου αποτελεί αιτία διαζυγίου.
    ⮡  The constant strikes caused a serious breakdown of the economy.
    Οι συνεχείς απεργίες προκάλεσαν σοβαρό κλονισμό της οικονομίας.
  3. ο κλονισμός, μια περίοδος σοβαρής ψυχικής ασθένειας κατά την οποία κάποιος δεν μπορεί να αντιμετωπίσει την κανονική ζωή
    ⮡  I am suffering from a nervous breakdown.
    Παθαίνω νευρικό κλονισμό.