breakdown
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
breakdown | breakdowns |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαbreakdown (en)
- η βλάβη, περίπτωση που ένα όχημα ή μηχανή σταματά να λειτουργεί
- (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) ο κλονισμός, αποτυχία μιας σχέσης, μιας συζήτησης ή ενός συστήματος
- ⮡ The breakdown of a marriage is a cause of divorce.
- Ο κλονισμός του γάμου αποτελεί αιτία διαζυγίου.
- ⮡ The constant strikes caused a serious breakdown of the economy.
- Οι συνεχείς απεργίες προκάλεσαν σοβαρό κλονισμό της οικονομίας.
- ⮡ The breakdown of a marriage is a cause of divorce.
- ο κλονισμός, μια περίοδος σοβαρής ψυχικής ασθένειας κατά την οποία κάποιος δεν μπορεί να αντιμετωπίσει την κανονική ζωή
- ⮡ I am suffering from a nervous breakdown.
- Παθαίνω νευρικό κλονισμό.
- ⮡ I am suffering from a nervous breakdown.
Πηγές
επεξεργασία- breakdown - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 454. ISBN 9780194325684., λήμμα: κλονισμός