ασυμβατότητα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ασυμβατότητα < ασύμβατος
Ουσιαστικό
επεξεργασίαασυμβατότητα θηλυκό
- η ιδιότητα τού ασύμβατου
- (βιολ.) αντίδραση αντιγόνου και αντισώματος
Αντώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία ασυμβατότητα