↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ασυμβατότητα οι ασυμβατότητες
      γενική της ασυμβατότητας των ασυμβατοτήτων
    αιτιατική την ασυμβατότητα τις ασυμβατότητες
     κλητική ασυμβατότητα ασυμβατότητες
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ασυμβατότητα < ασύμβατος

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ασυμβατότητα θηλυκό

  1. η ιδιότητα τού ασύμβατου
  2. (βιολ.) αντίδραση αντιγόνου και αντισώματος

Αντώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία