incompatibilité
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
incompatibilité | incompatibilités |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαincompatibilité (fr) θηλυκό
- το ασυμβίβαστο
- η ασυμβατότητα
ενικός | πληθυντικός |
incompatibilité | incompatibilités |
incompatibilité (fr) θηλυκό