compatibilité
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- compatibilité < compatible
Ουσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
compatibilité | compatibilités |
compatibilité (fr) θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
compatibilité | compatibilités |
compatibilité (fr) θηλυκό