Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο συγκρουόμενος η συγκρουόμενη το συγκρουόμενο
      γενική του συγκρουόμενου της συγκρουόμενης του συγκρουόμενου
    αιτιατική τον συγκρουόμενο τη συγκρουόμενη το συγκρουόμενο
     κλητική συγκρουόμενε συγκρουόμενη συγκρουόμενο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι συγκρουόμενοι οι συγκρουόμενες τα συγκρουόμενα
      γενική των συγκρουόμενων των συγκρουόμενων των συγκρουόμενων
    αιτιατική τους συγκρουόμενους τις συγκρουόμενες τα συγκρουόμενα
     κλητική συγκρουόμενοι συγκρουόμενες συγκρουόμενα
ομάδα 'εισαγόμενος', Κατηγορία όπως «εισαγόμενος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

συγκρουόμενος < μετοχή παθητικού ενεστώτα συγκρούομαι

  Μετοχή επεξεργασία

συγκρουόμενος, -η, -ο

  • Παίζει στα συγκρουόμενα (ενν. αυτοκινητάκια)


  Μεταφράσεις επεξεργασία