συγκρουσιακοί
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /siŋ.ɡɾu.si.aˈci/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : συ‐γκρου‐σι‐α‐κοί
- ομόηχο: συγκρουσιακή
Κλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίασυγκρουσιακοί
- (αρσενικό) ονομαστική και κλητική πληθυντικού του συγκρουσιακός