↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο συγκρουσμένος η συγκρουσμένη το συγκρουσμένο
      γενική του συγκρουσμένου της συγκρουσμένης του συγκρουσμένου
    αιτιατική τον συγκρουσμένο τη συγκρουσμένη το συγκρουσμένο
     κλητική συγκρουσμένε συγκρουσμένη συγκρουσμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι συγκρουσμένοι οι συγκρουσμένες τα συγκρουσμένα
      γενική των συγκρουσμένων των συγκρουσμένων των συγκρουσμένων
    αιτιατική τους συγκρουσμένους τις συγκρουσμένες τα συγκρουσμένα
     κλητική συγκρουσμένοι συγκρουσμένες συγκρουσμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
συγκρουσμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου συγκρούομαι

συγκρουσμένος, -η, -ο

  Μεταφράσεις

επεξεργασία