Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
γυναικοκαβγάς
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Προφορά
1.3
Ουσιαστικό
1.3.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
ο
γυναικοκαβγ
άς
οι
γυναικοκαβγ
άδες
γενική
του
γυναικοκαβγ
ά
των
γυναικοκαβγ
άδων
αιτιατική
τον
γυναικοκαβγ
ά
τους
γυναικοκαβγ
άδες
κλητική
γυναικοκαβγ
ά
γυναικοκαβγ
άδες
Κατηγορία
όπως «
ψαράς
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
γυναικοκαβγάς
<
γυναικο-
+
καβγάς
Προφορά
επεξεργασία
ΔΦΑ
: /
ʝi.ne.ko.kaˈvɣas
/
τυπογραφικός συλλαβισμός
:
γυ
‐
ναι
‐
κο
‐
κα
‐
βγάς
Ουσιαστικό
επεξεργασία
γυναικοκαβγάς
αρσενικό
καβγάς
μεταξύ
γυναικών
Μεταφράσεις
επεξεργασία
γυναικοκαβγάς