Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
spat spats

spat (en)

  1. η φιλονικία, η διαμάχη
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη argument
  2. γκέτα σαν κάλυμμα πάνω από παπούτσι

  Ρηματικός τύπος

επεξεργασία

spat (en)