Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
spat
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Αγγλικά
(en)
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ενικός
πληθυντικός
spat
spats
spat
(en)
η
φιλονικία
, η
διαμάχη
≈
συνώνυμα
:
→
δείτε
τη λέξη
argument
γκέτα
σαν κάλυμμα πάνω από παπούτσι
Ρηματικός τύπος
επεξεργασία
spat
(en)
αόριστος
&
παθητική
μετοχή
αορίστου
του
spit