↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η γκέτα οι γκέτες
      γενική της γκέτας των γκετών
    αιτιατική την γκέτα τις γκέτες
     κλητική γκέτα γκέτες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 

  Ετυμολογία

επεξεργασία
γκέτα < (άμεσο δάνειο) βενετική gheta (πρβ. ιταλική ghette)

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

γκέτα θηλυκό

  1. κάλυμμα της γάμπας ή του χεριού, τμήμα στολής στρατιωτών αρχικά
  2. περικνήμιο
    • κάλτσα σωλήνα γάμπας-κνήμης (όχι κλασική μακριά κάλτσα)






  Μεταφράσεις

επεξεργασία