περικνήμιο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- περικνήμιο < ελληνιστική κοινή περικνήμιον, ουδέτερο του περικνήμιος < αρχαία ελληνική περί + κνήμη
Ουσιαστικό επεξεργασία
περικνήμιο ουδέτερο
- ό,τι περιβάλλει την κνήμη και φοριέται γύρω απ’ αυτήν
Συνώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
περικνήμιο
|