επιτόπιος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- επιτόπιος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἐπιτόπιος[1] < ἐπί + αρχαία ελληνική τόπος
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /e.piˈto.pi.os/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ε‐πι‐τό‐πι‐ος
Επίθετο
επεξεργασίαεπιτόπιος, -α, -ο
- που γίνεται, συμβαίνει ή αναφέρεται στον ίδιο τόπο, επιτόπου
- ※ Η τελευταία χρησιμοποιεί τον παραπλήσιο όρο «politics of place» προκειμένου να αποδώσει τις πολιτικές ηγεμονίας των ανθρωπολόγων, ως δυτικοθρεμμένων επιστημόνων σε σχέση με το χώρο της επιτόπιας έρευνάς τους. (Ευθύμιος Παπαταξιάρχης, Περιπέτειες της ετερότητας: η παραγωγή της πολιτισμικής διαφοράς στη σημερινή Ελλάδα, 2006, sel. 210)
- (λόγιο) τοπικός
Συγγενικά
επεξεργασία→ και δείτε τη λέξη τόπος
Μεταφράσεις
επεξεργασία επιτόπιος
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ επιτόπιος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας