επιτοπίως
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- επιτοπίως < (διαχρονικό δάνειο) μεσαιωνική ελληνική ἐπιτοπίως[1] < ελληνιστική κοινή ἐπιτόπιος.[2] Συγχρονικά αναλύεται σε επιτόπι(ος) + -ως.
Επίρρημα
επεξεργασίαεπιτοπίως
Μεταφράσεις
επεξεργασία επιτοπίως
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ «ἐπιτοπίως» - ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .
- ↑ επιτόπιος (& επιτοπίως) - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας