localhost
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαlocalhost (en)
- (δίκτυο υπολογιστών) το όνομα που χρησιμοποιεί ένας υπολογιστής σε δικτυακή επικοινωνία με τον εαυτό του, αντί να χρησιμοποιήσει το hostname που του έχει δοθεί [1]
Συνώνυμα
επεξεργασίαΥπερώνυμα
επεξεργασίαΣημειώσεις
επεξεργασίαΣε ένα δίκτυο όταν ο υπολογιστής επικοινωνεί με τον εαυτό του δεν χρειάζεται να ξέρει το δικό του hostname αλλά αποκαλεί το εαυτό του ως localhost και αντιστοιχεί σε IPv4 127.0.0.1 ή IPv6 ::1 [1]
Δείτε επίσης
επεξεργασία- localhost στη Βικιπαίδεια
- localhost στην αγγλική Βικιπαίδεια
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ 1,0 1,1 (αγγλικά) What is a localhost?, από whatismyipaddress.com. Προσπέλαση 2020-08-04.