Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
βουλητικός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
βουλητικ
ός
η
βουλητικ
ή
το
βουλητικ
ό
γενική
του
βουλητικ
ού
της
βουλητικ
ής
του
βουλητικ
ού
αιτιατική
τον
βουλητικ
ό
τη
βουλητικ
ή
το
βουλητικ
ό
κλητική
βουλητικ
έ
βουλητικ
ή
βουλητικ
ό
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
βουλητικ
οί
οι
βουλητικ
ές
τα
βουλητικ
ά
γενική
των
βουλητικ
ών
των
βουλητικ
ών
των
βουλητικ
ών
αιτιατική
τους
βουλητικ
ούς
τις
βουλητικ
ές
τα
βουλητικ
ά
κλητική
βουλητικ
οί
βουλητικ
ές
βουλητικ
ά
Κατηγορία
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
βουλητικός
< (
ελληνιστική κοινή
)
βουλητικός
Επίθετο
επεξεργασία
βουλητικός
που σχετίζεται με τη
βούληση
ή αναφέρεται σ' αυτή
Μεταφράσεις
επεξεργασία
βουλητικός