βουλησιαρχία
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- βουλησιαρχία < βούλησις + -αρχία (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική volontarisme)
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /vu.li.si.aɾˈçi.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : βου‐λη‐σι‐αρ‐χί‐α
Ουσιαστικό επεξεργασία
βουλησιαρχία θηλυκό
- (φιλοσοφία) θεωρία και φιλοσοφική τάση που δίνει προτεραιότητα στη βούληση και στο συναίσθημα σε σχέση με το νου και τη νόηση
Συνώνυμα επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
→ και δείτε τις λέξεις βούληση, βούλομαι και άρχω
Μεταφράσεις επεξεργασία
βουλησιαρχία
|