βουλησιαρχικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- βουλησιαρχικός < βουλησιαρχία + -ικός
Επίθετο
επεξεργασίαβουλησιαρχικός
- που έχει σχέση με την βουλησιαρχία ή αναφέρεται σ’ αυτή
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τις λέξεις βουλησιαρχία, βούληση και άρχω
Μεταφράσεις
επεξεργασία βουλησιαρχικός
|