βολονταρισμός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- βολονταρισμός < (λόγιο δάνειο) γαλλική volontarisme
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /vo.lon.ta.ɾiˈzmos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : βο‐λο‐ντα‐ρι‐σμός
Ουσιαστικό
επεξεργασίαβολονταρισμός αρσενικό
- η βουλησιαρχία
- ※ Βολονταρισμός (που αποδίδεται στα ελληνικά ως βουλησιαρχία) φιλοσοφικά σημαίνει ότι η βούληση υπερέχει, προηγείται και σε μεγάλο βαθμό κατευθύνει τη νόηση και τη λογική (athensvoice.gr)
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία βολονταρισμός