Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)Επεξεργασία

  Ετυμολογία Επεξεργασία

θέλησις < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή θέλησις. Συγχρονικά αναλύεται σε (θέλω), θελη- + -σις

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

θέλησις θηλυκό

  1. η βούληση, η θέληση
  2. επιθυμία, πόθος
  3. συναίνεση, συγκατάθεση

Κλιτικοί τύποιΕπεξεργασία

Άλλες μορφέςΕπεξεργασία

Συγγενικές λέξειςΕπεξεργασία

→ και δείτε τη λέξη θέλω

  ΠηγέςΕπεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc)Επεξεργασία

ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική θέλησῐς αἱ θελήσεις
      γενική τῆς θελήσεως τῶν θελήσεων
      δοτική τῇ θελήσει ταῖς θελήσεσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν θέλησῐν τὰς θελήσεις
     κλητική ! θέλησῐ θελήσεις
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  θελήσει
γεν-δοτ τοῖν  θελησέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία Επεξεργασία

θέλησις < αρχαία ελληνική θέλω, θελη- + -σις.
ΑΠΟΓΟΝΟΙ: μεσαιωνικά ελληνικά: θέλησις νέα ελληνικά: θέληση

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

θέλησις θηλυκό

  ΠηγέςΕπεξεργασία