θέλησις
Ετυμολογία
επεξεργασία- θέλησις < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή θέλησις. Συγχρονικά αναλύεται σε (θέλω), θελη- + -σις
Ουσιαστικό
επεξεργασίαθέλησις θηλυκό
Κλιτικοί τύποι
επεξεργασίαΆλλες μορφές
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία→ και δείτε τη λέξη θέλω
Πηγές
επεξεργασία- θέλησις - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | θέλησῐς | αἱ | θελήσεις | ||||
γενική | τῆς | θελήσεως | τῶν | θελήσεων | ||||
δοτική | τῇ | θελήσει | ταῖς | θελήσεσῐ(ν) | ||||
αιτιατική | τὴν | θέλησῐν | τὰς | θελήσεις | ||||
κλητική ὦ! | θέλησῐ | θελήσεις | ||||||
δυϊκός | ||||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | θελήσει | ||||||
γεν-δοτ | τοῖν | θελησέοιν | ||||||
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- θέλησις < αρχαία ελληνική θέλω, θελη- + -σις.
- ΑΠΟΓΟΝΟΙ: ⇒ μεσαιωνικά ελληνικά: θέλησις ⇒ νέα ελληνικά: θέληση
Ουσιαστικό
επεξεργασίαθέλησις θηλυκό
Πηγές
επεξεργασία- θέλησις - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- θέλησις - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.