Ετυμολογία

επεξεργασία
πειθαναγκάζω < ελληνιστική κοινή πειθανάγκ(η) + -άζω → δείτε τις λέξεις πείθω και ανάγκη[1][2]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /pi.θa.naŋˈɡa.zo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πει‐θα‐να‐γκά‐ζω

πειθαναγκάζω, αόρ.: πειθανάγκασα, παθ.φωνή: πειθαναγκάζομαι, π.αόρ.: πειθαναγκάστηκα, μτχ.π.π.: πειθαναγκασμένος

  • πείθω κάποιον χρησιμοποιώντας ψυχολογική βία ή και απειλές
    ※  Το 1962 ο Καραμανλής πειθαναγκάζει τη βασίλισσα να καταργήσει τον περίφημο και αδιαφανή Έρανο της Βασιλίσσης αφού εξέλιπε ο αρχικός σκοπός του. Αρνείται επίσης να αυξήσει τη βασιλική χορηγία λόγω οικονομικών δυσχερειών του κράτους.
    Λένα Διβάνη, Ζευγάρια που έγραψαν την ιστορία της Ελλάδας, εκδόσεις: Πατάκη, Αθήνα 2023, 13η έκδοση. ISBN 978-960-16-8603-5, (αρχική έκδοση 2019).

Συγγενικά

επεξεργασία

→ και δείτε τις λέξεις πείθω, αναγκάζω και ανάγκη

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. πειθαναγκάζω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.