πιεστής
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | πιεστής | οι | πιεστές |
γενική | του | πιεστή | των | πιεστών |
αιτιατική | τον | πιεστή | τους | πιεστές |
κλητική | πιεστή | πιεστές | ||
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπιεστής αρσενικό
- εργάτης ή τεχνίτης που χειρίζεται το πιεστήριο σε τυπογραφείο
Μεταφράσεις
επεξεργασία πιεστής
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίαπιεστής
- ↑ πιεστής - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ πιεστής - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)