πιεστήρας
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- πιεστήρας < ελληνιστική κοινή πιεστήρ < αρχαία ελληνική πιέζω
Ουσιαστικό επεξεργασία
πιεστήρας αρσενικό
- (τεχνολογία) μηχάνημα που ασκεί πίεση
Παράγωγα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
πιεστήρας
|
Πηγές επεξεργασία
- πιεστήρας - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)