Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
πιεστικότητα
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
η
πιεστικότητ
α
οι
πιεστικότητ
ες
γενική
της
πιεστικότητ
ας
των
πιεστικοτήτ
ων
αιτιατική
την
πιεστικότητ
α
τις
πιεστικότητ
ες
κλητική
πιεστικότητ
α
πιεστικότητ
ες
Κατηγορία
όπως «
σάλπιγγα
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
πιεστικότητα
<
πιεστικός
+
-ότητα
Ουσιαστικό
επεξεργασία
πιεστικότητα
θηλυκό
το να είναι κάποιος ή κάτι
πιεστικό(ς)
, η
ιδιότητα
του
πιεστικού
Μεταφράσεις
επεξεργασία
πιεστικότητα