αποσυμπιέζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αποσυμπιέζω < απο- + συμπιέζω (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική décomprimer) [1]
Ρήμα
επεξεργασίααποσυμπιέζω (παθητική φωνή: αποσυμπιέζομαι)
- μειώνω σταδιακά την υψηλή ατμοσφαιρική πίεση
- (τεχνολογία) αφαιρώ τη συμπίεση που είχα επιφέρει σε κάποια αρχεία υπολογιστή και τα επαναφέρω στην αρχικής τους μορφή
- (μεταφορικά) μειώνω την ένταση μιας κατάστασης
- ⮡ Αποσυμπίεσε το βαρύ κλίμα μέσα από το χιούμορ του
Αντώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- αποσυμπίεση
- αποσυμπιεσμένος
- → δείτε τις λέξεις από, συμπιέζω, συν και πιέζω
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | αποσυμπιέζω | αποσυμπίεζα | θα αποσυμπιέζω | να αποσυμπιέζω | αποσυμπιέζοντας | |
β' ενικ. | αποσυμπιέζεις | αποσυμπίεζες | θα αποσυμπιέζεις | να αποσυμπιέζεις | αποσυμπίεζε | |
γ' ενικ. | αποσυμπιέζει | αποσυμπίεζε | θα αποσυμπιέζει | να αποσυμπιέζει | ||
α' πληθ. | αποσυμπιέζουμε | αποσυμπιέζαμε | θα αποσυμπιέζουμε | να αποσυμπιέζουμε | ||
β' πληθ. | αποσυμπιέζετε | αποσυμπιέζατε | θα αποσυμπιέζετε | να αποσυμπιέζετε | αποσυμπιέζετε | |
γ' πληθ. | αποσυμπιέζουν(ε) | αποσυμπίεζαν αποσυμπιέζαν(ε) |
θα αποσυμπιέζουν(ε) | να αποσυμπιέζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | αποσυμπίεσα | θα αποσυμπιέσω | να αποσυμπιέσω | αποσυμπιέσει | ||
β' ενικ. | αποσυμπίεσες | θα αποσυμπιέσεις | να αποσυμπιέσεις | αποσυμπίεσε | ||
γ' ενικ. | αποσυμπίεσε | θα αποσυμπιέσει | να αποσυμπιέσει | |||
α' πληθ. | αποσυμπιέσαμε | θα αποσυμπιέσουμε | να αποσυμπιέσουμε | |||
β' πληθ. | αποσυμπιέσατε | θα αποσυμπιέσετε | να αποσυμπιέσετε | αποσυμπιέστε | ||
γ' πληθ. | αποσυμπίεσαν αποσυμπιέσαν(ε) |
θα αποσυμπιέσουν(ε) | να αποσυμπιέσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω αποσυμπιέσει | είχα αποσυμπιέσει | θα έχω αποσυμπιέσει | να έχω αποσυμπιέσει | ||
β' ενικ. | έχεις αποσυμπιέσει | είχες αποσυμπιέσει | θα έχεις αποσυμπιέσει | να έχεις αποσυμπιέσει | ||
γ' ενικ. | έχει αποσυμπιέσει | είχε αποσυμπιέσει | θα έχει αποσυμπιέσει | να έχει αποσυμπιέσει | ||
α' πληθ. | έχουμε αποσυμπιέσει | είχαμε αποσυμπιέσει | θα έχουμε αποσυμπιέσει | να έχουμε αποσυμπιέσει | ||
β' πληθ. | έχετε αποσυμπιέσει | είχατε αποσυμπιέσει | θα έχετε αποσυμπιέσει | να έχετε αποσυμπιέσει | ||
γ' πληθ. | έχουν αποσυμπιέσει | είχαν αποσυμπιέσει | θα έχουν αποσυμπιέσει | να έχουν αποσυμπιέσει |
|
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | αποσυμπιέζομαι | αποσυμπιεζόμουν(α) | θα αποσυμπιέζομαι | να αποσυμπιέζομαι | ||
β' ενικ. | αποσυμπιέζεσαι | αποσυμπιεζόσουν(α) | θα αποσυμπιέζεσαι | να αποσυμπιέζεσαι | ||
γ' ενικ. | αποσυμπιέζεται | αποσυμπιεζόταν(ε) | θα αποσυμπιέζεται | να αποσυμπιέζεται | ||
α' πληθ. | αποσυμπιεζόμαστε | αποσυμπιεζόμαστε αποσυμπιεζόμασταν |
θα αποσυμπιεζόμαστε | να αποσυμπιεζόμαστε | ||
β' πληθ. | αποσυμπιέζεστε | αποσυμπιεζόσαστε αποσυμπιεζόσασταν |
θα αποσυμπιέζεστε | να αποσυμπιέζεστε | (αποσυμπιέζεστε) | |
γ' πληθ. | αποσυμπιέζονται | αποσυμπιέζονταν αποσυμπιεζόντουσαν |
θα αποσυμπιέζονται | να αποσυμπιέζονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | αποσυμπιέστηκα | θα αποσυμπιεστώ | να αποσυμπιεστώ | αποσυμπιεστεί | ||
β' ενικ. | αποσυμπιέστηκες | θα αποσυμπιεστείς | να αποσυμπιεστείς | αποσυμπιέσου | ||
γ' ενικ. | αποσυμπιέστηκε | θα αποσυμπιεστεί | να αποσυμπιεστεί | |||
α' πληθ. | αποσυμπιεστήκαμε | θα αποσυμπιεστούμε | να αποσυμπιεστούμε | |||
β' πληθ. | αποσυμπιεστήκατε | θα αποσυμπιεστείτε | να αποσυμπιεστείτε | αποσυμπιεστείτε | ||
γ' πληθ. | αποσυμπιέστηκαν αποσυμπιεστήκαν(ε) |
θα αποσυμπιεστούν(ε) | να αποσυμπιεστούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω αποσυμπιεστεί | είχα αποσυμπιεστεί | θα έχω αποσυμπιεστεί | να έχω αποσυμπιεστεί | αποσυμπιεσμένος | |
β' ενικ. | έχεις αποσυμπιεστεί | είχες αποσυμπιεστεί | θα έχεις αποσυμπιεστεί | να έχεις αποσυμπιεστεί | ||
γ' ενικ. | έχει αποσυμπιεστεί | είχε αποσυμπιεστεί | θα έχει αποσυμπιεστεί | να έχει αποσυμπιεστεί | ||
α' πληθ. | έχουμε αποσυμπιεστεί | είχαμε αποσυμπιεστεί | θα έχουμε αποσυμπιεστεί | να έχουμε αποσυμπιεστεί | ||
β' πληθ. | έχετε αποσυμπιεστεί | είχατε αποσυμπιεστεί | θα έχετε αποσυμπιεστεί | να έχετε αποσυμπιεστεί | ||
γ' πληθ. | έχουν αποσυμπιεστεί | είχαν αποσυμπιεστεί | θα έχουν αποσυμπιεστεί | να έχουν αποσυμπιεστεί | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι) | ||||||
Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι αποσυμπιεσμένος - είμαστε, είστε, είναι αποσυμπιεσμένοι | |||||
Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν αποσυμπιεσμένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν αποσυμπιεσμένοι | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι αποσυμπιεσμένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι αποσυμπιεσμένοι | |||||
Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι αποσυμπιεσμένος - να είμαστε, να είστε, να είναι αποσυμπιεσμένοι |
Μεταφράσεις
επεξεργασία αποσυμπιέζω
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ αποσυμπιέζω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας