αποσυμπιέζω
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- αποσυμπιέζω < απο- + συμπιέζω ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική décomprimer)
ΡήμαΕπεξεργασία
αποσυμπιέζω (παθητική φωνή: αποσυμπιέζομαι)
- μειώνω σταδιακά την υψηλή ατμοσφαιρική πίεση
- (τεχνολογία) αφαιρώ τη συμπίεση που είχα επιφέρει σε κάποια αρχεία υπολογιστή και τα επαναφέρω στην αρχικής τους μορφή
ΑντώνυμαΕπεξεργασία
Επεξεργασία
- αποσυμπίεση
- αποσυμπιεσμένος
- → δείτε τις λέξεις από, συμπιέζω, συν και πιέζω
ΚλίσηΕπεξεργασία
Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | αποσυμπιέζω | αποσυμπίεζα | θα αποσυμπιέζω | να αποσυμπιέζω | αποσυμπιέζοντας | |
β' ενικ. | αποσυμπιέζεις | αποσυμπίεζες | θα αποσυμπιέζεις | να αποσυμπιέζεις | αποσυμπίεζε | |
γ' ενικ. | αποσυμπιέζει | αποσυμπίεζε | θα αποσυμπιέζει | να αποσυμπιέζει | ||
α' πληθ. | αποσυμπιέζουμε | αποσυμπιέζαμε | θα αποσυμπιέζουμε | να αποσυμπιέζουμε | ||
β' πληθ. | αποσυμπιέζετε | αποσυμπιέζατε | θα αποσυμπιέζετε | να αποσυμπιέζετε | αποσυμπιέζετε | |
γ' πληθ. | αποσυμπιέζουν(ε) | αποσυμπίεζαν αποσυμπιέζαν(ε) |
θα αποσυμπιέζουν(ε) | να αποσυμπιέζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | αποσυμπίεσα | θα αποσυμπιέσω | να αποσυμπιέσω | αποσυμπιέσει | ||
β' ενικ. | αποσυμπίεσες | θα αποσυμπιέσεις | να αποσυμπιέσεις | αποσυμπίεσε | ||
γ' ενικ. | αποσυμπίεσε | θα αποσυμπιέσει | να αποσυμπιέσει | |||
α' πληθ. | αποσυμπιέσαμε | θα αποσυμπιέσουμε | να αποσυμπιέσουμε | |||
β' πληθ. | αποσυμπιέσατε | θα αποσυμπιέσετε | να αποσυμπιέσετε | αποσυμπιέστε | ||
γ' πληθ. | αποσυμπίεσαν αποσυμπιέσαν(ε) |
θα αποσυμπιέσουν(ε) | να αποσυμπιέσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω αποσυμπιέσει | είχα αποσυμπιέσει | θα έχω αποσυμπιέσει | να έχω αποσυμπιέσει | ||
β' ενικ. | έχεις αποσυμπιέσει | είχες αποσυμπιέσει | θα έχεις αποσυμπιέσει | να έχεις αποσυμπιέσει | ||
γ' ενικ. | έχει αποσυμπιέσει | είχε αποσυμπιέσει | θα έχει αποσυμπιέσει | να έχει αποσυμπιέσει | ||
α' πληθ. | έχουμε αποσυμπιέσει | είχαμε αποσυμπιέσει | θα έχουμε αποσυμπιέσει | να έχουμε αποσυμπιέσει | ||
β' πληθ. | έχετε αποσυμπιέσει | είχατε αποσυμπιέσει | θα έχετε αποσυμπιέσει | να έχετε αποσυμπιέσει | ||
γ' πληθ. | έχουν αποσυμπιέσει | είχαν αποσυμπιέσει | θα έχουν αποσυμπιέσει | να έχουν αποσυμπιέσει |
|
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
αποσυμπιέζω