πιεζοηλεκτρικός
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- πιεζοηλεκτρικός < μορφολογικά αναλύεται πιεζο- + ηλεκτρικός • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
ΕπίθετοΕπεξεργασία
πιεζοηλεκτρικός
- που αναφέρεται στον πιεζοηλεκτρισμό, στην δυνατότητα μερικών κρυσταλλικών υλικών να παράγουν ηλεκτρική τάση όταν δέχονται μηχανική τάση ή πίεση
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
πιεζοηλεκτρικός