πιέζω
(Ανακατεύθυνση από πιεζο-)
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- πιέζω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική πιέζω
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /piˈe.zo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πι‐έ‐ζω
Ρήμα
επεξεργασίαπιέζω, αόρ.: πίεσα, παθ.φωνή: πιέζομαι, π.αόρ.: πιέστηκα, μτχ.π.π.: πιεσμένος
- ασκώ δύναμη πάνω στην επιφάνεια ενός αντικειμένου
- (μεταφορικά) προσπαθώ να αναγκάσω κάποιον να κάνει κάτι παρά τη θέλησή του
- ⮡ το λόμπι πιέζει την κυβέρνηση
- ≈ συνώνυμα: αναγκάζω, εξαναγκάζω
- (μεταφορικά) φέρνω κάποιον σε δύσκολη θέση
Συγγενικά
επεξεργασία ετυμολογικό πεδίο
πιεζ-, πιεσ-
πιεζ-, πιεσ-
θέμα με πιεζ-
- αποσυμπιέζω, αποσυμπιέζομαι & συγγενικά
- εκπιέζω, εκπιέζομαι
- εμπιέζω
- καταπιέζω, καταπιέζομαι & συγγενικά
- παραπιέζω, παραπιέζομαι
- πιεζοηλεκτρικός
- πιεζοηλεκτρισμός
- πιεζογραφία
- πιεζόμενος
- πιεζομετρία
- πιεζομετρικός
- πιεζόμετρο
- πολυπιέζω
- συμπιέζω, συμπιέζομαι & συγγενικά
θέμα με πιεσ-, πιεστ-
- αεροπίεση
- αντιπίεση
- απίεστα (επίρρημα)
- απίεστος
- αποπίεση
- αποσυμπίεση → και δείτε τη λέξη αποσυμπιέζω
- εκπίεση → και δείτε τη λέξη εκπιέζω
- εμπίεση → και δείτε τη λέξη εμπιέζω
- καταπίεση → και δείτε τη λέξη καταπιέζω
- καταπιεσμός
- πίεση & σύνθετα
- πίεσμα
- πιεσμένος & σύνθετα
- πιεσόμετρο
- πιεστήριο & σύνθετα
- πιεστηροστάσιο
- πιεστής & σύνθετα
- πιεστικά (επίρρημα)
- πιεστικός & σύνθετα
- πιεστικότητα
- πιεστός
- πίεστρο
- συμπίεση → και δείτε τη λέξη συμπιέζω
- συμπιεσμός
- υπερπίεση
- υποπίεση
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | πιέζω | πίεζα | θα πιέζω | να πιέζω | πιέζοντας | |
β' ενικ. | πιέζεις | πίεζες | θα πιέζεις | να πιέζεις | πίεζε | |
γ' ενικ. | πιέζει | πίεζε | θα πιέζει | να πιέζει | ||
α' πληθ. | πιέζουμε | πιέζαμε | θα πιέζουμε | να πιέζουμε | ||
β' πληθ. | πιέζετε | πιέζατε | θα πιέζετε | να πιέζετε | πιέζετε | |
γ' πληθ. | πιέζουν(ε) | πίεζαν πιέζαν(ε) |
θα πιέζουν(ε) | να πιέζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | πίεσα | θα πιέσω | να πιέσω | πιέσει | ||
β' ενικ. | πίεσες | θα πιέσεις | να πιέσεις | πίεσε | ||
γ' ενικ. | πίεσε | θα πιέσει | να πιέσει | |||
α' πληθ. | πιέσαμε | θα πιέσουμε | να πιέσουμε | |||
β' πληθ. | πιέσατε | θα πιέσετε | να πιέσετε | πιέστε | ||
γ' πληθ. | πίεσαν πιέσαν(ε) |
θα πιέσουν(ε) | να πιέσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω πιέσει | είχα πιέσει | θα έχω πιέσει | να έχω πιέσει | ||
β' ενικ. | έχεις πιέσει | είχες πιέσει | θα έχεις πιέσει | να έχεις πιέσει | ||
γ' ενικ. | έχει πιέσει | είχε πιέσει | θα έχει πιέσει | να έχει πιέσει | ||
α' πληθ. | έχουμε πιέσει | είχαμε πιέσει | θα έχουμε πιέσει | να έχουμε πιέσει | ||
β' πληθ. | έχετε πιέσει | είχατε πιέσει | θα έχετε πιέσει | να έχετε πιέσει | ||
γ' πληθ. | έχουν πιέσει | είχαν πιέσει | θα έχουν πιέσει | να έχουν πιέσει |
|
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | πιέζομαι | πιεζόμουν(α) | θα πιέζομαι | να πιέζομαι | πιεζόμενος | |
β' ενικ. | πιέζεσαι | πιεζόσουν(α) | θα πιέζεσαι | να πιέζεσαι | ||
γ' ενικ. | πιέζεται | πιεζόταν(ε) | θα πιέζεται | να πιέζεται | ||
α' πληθ. | πιεζόμαστε | πιεζόμαστε πιεζόμασταν |
θα πιεζόμαστε | να πιεζόμαστε | ||
β' πληθ. | πιέζεστε | πιεζόσαστε πιεζόσασταν |
θα πιέζεστε | να πιέζεστε | (πιέζεστε) | |
γ' πληθ. | πιέζονται | πιέζονταν πιεζόντουσαν |
θα πιέζονται | να πιέζονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | πιέστηκα | θα πιεστώ | να πιεστώ | πιεστεί | ||
β' ενικ. | πιέστηκες | θα πιεστείς | να πιεστείς | πιέσου | ||
γ' ενικ. | πιέστηκε | θα πιεστεί | να πιεστεί | |||
α' πληθ. | πιεστήκαμε | θα πιεστούμε | να πιεστούμε | |||
β' πληθ. | πιεστήκατε | θα πιεστείτε | να πιεστείτε | πιεστείτε | ||
γ' πληθ. | πιέστηκαν πιεστήκαν(ε) |
θα πιεστούν(ε) | να πιεστούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω πιεστεί | είχα πιεστεί | θα έχω πιεστεί | να έχω πιεστεί | πιεσμένος | |
β' ενικ. | έχεις πιεστεί | είχες πιεστεί | θα έχεις πιεστεί | να έχεις πιεστεί | ||
γ' ενικ. | έχει πιεστεί | είχε πιεστεί | θα έχει πιεστεί | να έχει πιεστεί | ||
α' πληθ. | έχουμε πιεστεί | είχαμε πιεστεί | θα έχουμε πιεστεί | να έχουμε πιεστεί | ||
β' πληθ. | έχετε πιεστεί | είχατε πιεστεί | θα έχετε πιεστεί | να έχετε πιεστεί | ||
γ' πληθ. | έχουν πιεστεί | είχαν πιεστεί | θα έχουν πιεστεί | να έχουν πιεστεί | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι) | ||||||
Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι πιεσμένος - είμαστε, είστε, είναι πιεσμένοι | |||||
Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν πιεσμένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν πιεσμένοι | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι πιεσμένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι πιεσμένοι | |||||
Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι πιεσμένος - να είμαστε, να είστε, να είναι πιεσμένοι |
Μεταφράσεις
επεξεργασία πιέζω
|
Πηγές
επεξεργασία- πιέζω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- πιέζω < παραδοσιακά, συνδέεται με πι- + ... < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *pisd- (πιέζω). Κατ' άλλη εκδοχής ... • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ρήμα
επεξεργασίαπιέζω
Παράγωγα
επεξεργασία- (Χρειάζεται κεντρικό ετυμολογικό πεδίο)
Πηγές
επεξεργασία- πιέζω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- πιέζω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.