πιεζομετρία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- πιεζομετρία < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική piezometry < αρχαία ελληνική πιέζω + μέτρον
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπιεζομετρία θηλυκό
Συγγενικά
επεξεργασία- πιεζομετρικός
- πιεζόμετρο
- → δείτε τις λέξεις πιέζω και μέτρο
Μεταφράσεις
επεξεργασία πιεζομετρία