Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η συμπιεστότητα οι συμπιεστότητες
      γενική της συμπιεστότητας των συμπιεστοτήτων
    αιτιατική τη συμπιεστότητα τις συμπιεστότητες
     κλητική συμπιεστότητα συμπιεστότητες
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

συμπιεστότητα < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα συμπιεστ(ότης) + -ότητα [1] < συμπιεστός < συμπιέζω

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /sim.bi.eˈsto.ti.ta/
τυπογραφικός συλλαβισμός: συ‐μπι‐ε‐στό‐τη‐τα
παλιότερος συλλαβισμός: συμ‐πι‐ε‐στό‐τη‐τα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

συμπιεστότητα θηλυκό

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία