συμπιεστότης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίακαθαρεύουσα (κατά την αρχαία κλίση) | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | συμπιεστότης | αἱ | συμπιεστότητες | ||||
γενική | τῆς | συμπιεστότητος | τῶν | συμπιεστοτήτων | ||||
δοτική | τῇ | συμπιεστότητι | ταῖς | συμπιεστότησι(ν) | ||||
αιτιατική | τὴν | συμπιεστότητα | τὰς | συμπιεστότητας | ||||
κλητική ὦ! | συμπιεστότης | συμπιεστότητες | ||||||
3η κλίση, Κατηγορία 'τάπης' όπως «τάπης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- συμπιεστότης < συμπιεστ(ός) + -ότης
Ουσιαστικό
επεξεργασίασυμπιεστότης, -ητος θηλυκό