Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το σιδερωτήριο τα σιδερωτήρια
      γενική του σιδερωτήριου
σιδερωτηρίου
των σιδερωτήριων
σιδερωτηρίων
    αιτιατική το σιδερωτήριο τα σιδερωτήρια
     κλητική σιδερωτήριο σιδερωτήρια
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

σιδερωτήριο < σιδερώνω + -τήριο

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /si.ðe.ɾoˈti.ɾi.o/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σι‐δε‐ρω‐τή‐ρι‐ο

  Ουσιαστικό επεξεργασία

σιδερωτήριο ουδέτερο

  1. μηχάνημα που χρησιμοποιείται για το σιδέρωμα ρούχων
  2. κατάστημα στο οποίο πηγαίνουμε ρούχα για σιδέρωμα

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία