σιδερώτρα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίασιδερώτρα θηλυκό
- (παρωχημένο, επάγγελμα) θηλυκό του σιδερωτής
- ※ Η νόστιμη Μαριγώ, ο φίλος μου ο Σωτήρης, ο Εγγλέζος ο αμαξάς και ο Έλληνας παραμαξάς, η ράφτρα η Ευαγγελιώ, η σιδερώτρα η κερα-Ρήνη, όλοι ήταν φίλοι μου και με όλους τα είχα καλά. Ιδιαίτερη όμως και βαθιά αγάπη είχα για τον Βασίλη τον περιβολάρη. (Πηνελόπη Δέλτα, Μάγκας)
Μεταφράσεις
επεξεργασία σιδερώτρα
|