↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σιδερώτρα οι σιδερώτρες
      γενική της σιδερώτρας των σιδερωτρών
    αιτιατική τη σιδερώτρα τις σιδερώτρες
     κλητική σιδερώτρα σιδερώτρες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
σιδερώτρα < σιδερωτής + κατάληξη θηλυκού -τρα

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

σιδερώτρα θηλυκό

  Μεταφράσεις

επεξεργασία