Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
σιδερώτρια
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
η
σιδερώτρι
α
οι
σιδερώτρι
ες
γενική
της
σιδερώτρι
ας
των
σιδερωτρι
ών
αιτιατική
τη
σιδερώτρι
α
τις
σιδερώτρι
ες
κλητική
σιδερώτρι
α
σιδερώτρι
ες
Κατηγορία
όπως «
θάλασσα
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
σιδερώτρια
<
σιδερωτής
Ουσιαστικό
επεξεργασία
σιδερώτρια
θηλυκό
(
επάγγελμα
) →
δείτε
τη λέξη
σιδερωτής
Μεταφράσεις
επεξεργασία
σιδερώτρια
γαλλικά
:
repasseuse
(fr)