• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
Donate Now If this site has been useful to you, please give today.
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

αοριστικός

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Νέα ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Επίθετο
      • 1.2.1 Μεταφράσεις

Νέα ελληνικά (el)

επεξεργασία
↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αοριστικός η αοριστική το αοριστικό
      γενική του αοριστικού της αοριστικής του αοριστικού
    αιτιατική τον αοριστικό την αοριστική το αοριστικό
     κλητική αοριστικέ αοριστική αοριστικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αοριστικοί οι αοριστικές τα αοριστικά
      γενική των αοριστικών των αοριστικών των αοριστικών
    αιτιατική τους αοριστικούς τις αοριστικές τα αοριστικά
     κλητική αοριστικοί αοριστικές αοριστικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

επεξεργασία
αοριστικός < αόριστος + -ικός

Επίθετο

επεξεργασία

αοριστικός, -ή, -ό

  • που βρίσκεται στον αόριστο ή αναφέρεται σ' αυτόν

Μεταφράσεις

επεξεργασία
    αοριστικός
  • αγγλικά : aoristic (en)
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=αοριστικός&oldid=5454994"
Τελευταία επεξεργασία στις 28 Ιανουαρίου 2022, στις 02:14

Γλώσσες

      Αυτή η σελίδα δεν είναι διαθέσιμη σε άλλες γλώσσες.

      Βικιλεξικό
      • Wikimedia Foundation
      • Powered by MediaWiki
      • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 28 Ιανουαρίου 2022, στις 02:14.
      • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 4.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
      • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
      • Σχετικά με Βικιλεξικό
      • Αποποίηση ευθυνών
      • Κώδικας συμπεριφοράς
      • Προγραμματιστές
      • Στατιστικά
      • Δήλωση cookie
      • Όροι χρήσης
      • Επιφάνεια εργασίας