Δείτε επίσης: κράτεϊ, κρατεῖ, κρατεί

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

 
Ο «τηλέγραφος» του μηχανοστασίου του Θ/Κ Γ. Αβέρωφ, όπου διαβιβάζονταν οι εντολές κίνησης από την αντίστοιχη συσκευή στη γέφυρα του πλοίου. Στην κορυφή διακρίνεται η θέση κράτει.

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈkɾa.ti/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κρά‐τει
ομόηχο: κράτη
τονικό παρώνυμο: κρατεί

  Ετυμολογία 1 επεξεργασία

κράτει! < ρήμα κρατώ (προστατική, → βλ. παρακάτω)

  Έκφραση επεξεργασία

κράτει!

  1. (ναυτικός όρος) εντολή της γέφυρας ενός πλοίου προς το μηχανοστάσιο για σταμάτημα της μηχανής ή των μηχανών του, λ.χ. όταν το σκάφος κάνει αναστροφή, από κίνηση πρόσω σε ανάποδα
    Κράτει η δεξιά (μηχανή) !
    σημείωση: δεν πρέπει να συγχέεται με την εντολή τέλος με τις μηχανές (finished with engines)
  2. κάνω κράτει : περιορίζω κάτι που κάνω, συγκρατιέμαι, είμαι εγκρατής

Δείτε επίσης επεξεργασία

σχετιζόμενες ναυτικές εντολές (ενδ.):

από το κράτος:

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Ετυμολογία 2 επεξεργασία

κράτει!: κλιτικός τύπος

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

κράτει

  Πηγές επεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος ουσιαστικού επεξεργασία

κράτει ουδέτερο

  1. δοτική ενικού του κράτος
    εναλλακτικός τύπος: κράτεϊ
  2. ονομαστική, αιτιατική και κλητική δυϊκού του κράτος

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

κράτει

  • (Χρειάζεται επεξεργασία)

  Πηγές επεξεργασία